- ῥωπικόν
- ῥωπικόςofmasc acc sgῥωπικόςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρωπικός — ή, ό / ῥωπικός, ή, όν, ΝΑ [ῥῶπος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αποτελείται από μικρά και ευτελή πράγματα 2. (το ουδ. πληθ. ώς ουσ.) τα ρωπικά και τὰ ῥωπικά μικρά και ευτελή πράγματα, μικροαντικείμενα, μικροεμπορεύματα, ψιλικά αρχ. 1. (για πράγμ … Dictionary of Greek
MICTILIS — seu Mictiris merx, apud Lucilium, Pulmentaria ut intybus, aut aliqua id genus herba, Et ius maenarum, bene habet se, mictiris haec est Merx. Graecis ὁ ῤῶπος est, pauperculam interpretatur Nonius. haud omnino male. Nam ῥωπικὸν, οὐδενὸς ἄξιον καὶ… … Hofmann J. Lexicon universale